- σαπούνισμα
- [сапунизма] ουσ ο намыливание.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
σαπούνισμα — το, Ν [σαπουνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαπουνίζω, ο καθαρισμός, το πλύσιμο με σαπούνι … Dictionary of Greek
σαπούνισμα — το, ατος πλύσιμο με σαπούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσάπουνο — το κ. σαπουνάδες, οι τα νερά που μένουν μετά το σαπούνισμα … Dictionary of Greek
λαμπρύνω — λάμπρυνα, λαμπρύνθηκα 1. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό: Με το σαπούνισμα λάμπρυνε το πρόσωπό του. 2. δοξάζω, δίνω αίγλη, ομορφαίνω κάτι: Λάμπρυνε με την παρουσία του την τελετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)